- προσενυβρίζεσθαι
- προσενυβρίζωabusepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσενυβρίζω — Α [ἐνυβρίζω] φέρομαι υβριστικά σε κάποιον ή τόν κακομεταχειρίζομαι επί πλέον («οἱ τῶν Μεσσηνίων ἔφοροι,... προσενυβρίζεσθαι δόξαντες», Πολ.) … Dictionary of Greek